Aπό τα σπάργανά της, η δημοσιογραφία ήρθε αντιμέτωπη με την αλήθεια. Όχι δίπλα, όχι μπροστά, αλλά απέναντι. Διαχρονικά, οι δημοσιογράφοι μαθαίνουν, ψάχνουν, ανακαλύπτουν ή απλώς έχουν μπροστά τους την αλήθεια και καλούνται να τη διαχειριστούν. Να τη δημοσιεύσουν ή να την αποσιωπήσουν. Παρόλο, όμως, που η ελευθεροτυπία είναι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, όχι μόνο του δημοσιογράφου και των μέσων, αλλά και του κάθε πολίτη, αποτελούσε και αποτελεί μία ουτοπία. Ένα θεωρητικό πρόσχημα ελευθερίας που σπάνια βρίσκει εφαρμογή στην επαγγελματική πραγματικότητα. Ούσα δημοσιογράφος μπορώ να ανακαλέσω εκατοντάδες παραδείγματα από τη σύντομη καριέρα μου, όπου δέχτηκα παρεμβάσεις πολιτικού ή οικονομικού τύπου. Και τις ακολούθησα όλες. Τις ακολούθησα υπό την πίεση ότι θα υποβιβαστώ, ότι θα εμποδιστεί η είσοδός μου στην Ένωση Συντακτών, ότι θα χάσω τη δουλειά μου. Αντίστοιχα, πολλοί συνάδελφοι έχουν βρεθεί σε ανάλογη θέση, επιλέγοντας είτε να κάνουν ό, τι οι περισσότεροι, είτε να αρνηθούν και να υποστούν τις συνέπειες. Οι τελευταίοι είναι οι Δον Κιχώτες της δημοσιογραφίας.
Τις περιπτώσεις αυτές των «κυνηγών ανεμόμυλων», αλλά και άλλων συναδέλφων, συγκεντρώνουν σε ένα 45λεπτο ντοκιμαντέρ η Μυρτώ Συμεωνίδου και ο Νίκος Πανιεράκης, εξετάζοντας τον βαλλόμενο χώρο της δημοσιογραφίας και τις παρεμβάσεις στο δημοσιογραφικό έργο. Το ότι το Oppression ξεκίνησε ως μία πτυχιακή εργασία και παρέμεινε σε ερασιτεχνικά μονοπάτια είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, χωρίς να υποτιμάται η αξιόλογη ερευνητική δουλειά και η ευρηματική σκηνοθεσία. Ακολουθώντας μία προσέγγιση εντελώς ακαδημαϊκή, το ντοκιμαντέρ οδηγείται στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η λογοκρισία ακολούθησε αυξανόμενη πορεία στα χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Οι παρεμβάσεις στο δημοσιογραφικό έργο υπήρχαν πάντα –και μάλιστα κατά περιόδους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό, τι σήμερα, με τρανότερο παράδειγμα την επταετία της Χούντας. Παρόλα αυτά, η παρουσίαση ορισμένων περιστατικών των τελευταίων ετών, είναι συγκεχυμένη και βρίθει συμψηφισμών.
Για όποιον έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος, είναι εύκολα αντιληπτό ότι το να διαχωρίζεις τη θέση σου από τη διοίκηση του σταθμού ή το να εκφράζεις απόψεις που δεν αρέσουν, δεν είναι το ίδιο με το να αποκαλύπτεις το σκάνδαλο για την εξόρυξη χρυσού στις Σκουριές με οικονομικές και νομικές επιπτώσεις ή να δέχεσαι την αστυνομική βία τη στιγμή που προσπαθείς να κάνεις τη δουλειά σου. Όλες οι περιπτώσεις που παρουσιάζονται στο Oppression, λαμβάνουν χώρα εντός ενός πολύ συγκεκριμένου επαγγελματικού πλαισίου κάθε φορά, το οποίο μένει στο σκοτάδι από τους δημιουργούς, αλλά είναι ίσως η σημαντικότερη πτυχή του ζητήματος. Το ίδιο το μέσο, ο ραδιοφωνικός σταθμός, το περιοδικό, το κανάλι και οι γραμμές που εξυπηρετεί. Ένα ρεπορτάζ για τις Σκουριές, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει στο φως από ένα περιοδικό που επωφελείται οικονομικά με οποιονδήποτε τρόπο από την Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. Ακόμη και ο χώρος που βρίσκουν οι σύγχρονοι επαναστάτες της δημοσιογραφίας να αντισταθούν εξυπηρετεί κεντρικές γραμμές – απλώς είναι αντίθετες με των προηγούμενων μέσων από τα οποία εκδιώχθηκαν.
Έχοντας πια συνηθίσει να αυτολογοκρινόμαστε ως δημοσιογράφοι, είτε από φόβο, είτε από αδιαφορία, είτε από τακτ πολλές φορές, δεν σημαίνει ότι εξυπηρετούμε στο σύνολό μας στρατευμένη δημοσιογραφία. Ειδικά στα περιστατικά που παρουσιάζουν στο ντοκιμαντέρ τους η Μυρτώ Συμεωνίδου και ο Νίκος Πανιεράκης, δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός της λογοκρισίας που υφίσταται ο επαγγελματίας μέσα στο ίδιο του το μέσο και εκείνων των εξωτερικών παραγόντων που παρεμβαίνουν στη δουλειά του και τους αντιμετωπίζει απολαμβάνοντας υποστήριξη από το μέσο του. Οι συνθήκες, τα ρεπορτάζ, οι άνθρωποι είναι που κάνουν τη διαφορά σε κάθε περίπτωση. Γιατί η δημοσιογραφία, όπως και η αλήθεια, δεν είναι ποτέ μία.
Πηγή: cinefreaks